Σε μια ανάλγητη και απαράδεκτη ενέργεια που έχει δεχθεί αναρίθμητες επικρίσεις προχώρησαν οι «υπεύθυνοι» του ζωολογικού κήπου της Βέρνης, στην Ελβετία, όταν αποφάσισαν την θανάτωση μιας μικρής αρκούδας, επιειδή ο πατέρας της ήταν επιθετικός μαζί της, ενώ η μητέρα της, την απέρριπτε.
- ο ανάλγητος, η ανάλγητη, το ανάλγητο (επίθετο) = αυτός που δεν δείχνει συμπόνια ή λύπηση, που δεν συγκινείται με την δυστυχία των άλλων = ο άκαρδος, ο άπονος, ο σκληρός και κακός, ο πολύ αυστηρός
- Λέμε: Η ανάλγητη πολιτική της κυβέρνησης πλήττει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
3. επικρίσεις = κατηγορίες, αποδοκιμασίες
- επικρίνω = αποδοκιμάζω, αποδοκιμάζω, κατηγορώ
4. απορρίπτω = διώχνω, περιφρονώ, αρνούμαι
No comments:
Post a Comment