Saturday, 22 December 2012

Ελληνικά Κάλαντα - Greek Carols







Οι μεγάλες γιορτές του δωδεκαημέρου (δηλαδή τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα) έχουν τη δική τους μαγευτική μελωδία, τα κάλαντα.

Τα παιδιά, σε πόλεις και χωριά, ξεχύνονται στους δρόμους με τρίγωνα στα χέρια και αν μπορούν και με όργανα ακόμα, μελώντικες, τύμπανα, φλογέρες, βιολιά και τραγουδούν στους νοικοκυραίους τα κάλαντα, για να τους «καλαντίσουν και να τους ευχαριστήσουν», δηλαδή να αναγγέλλουν τη γιορτή που έρχεται και να γεμίσουν με παινέματα το «νοικοκύρη του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει».

Τα κάλαντα είναι να έθιμο που κρατά από τα αρχαία χρόνια. Μπορεί να μοιάζουν ότι έχουν ένα χριστιανικό παρελθόν. Κάθε άλλο όμως.

Η ίδια η λέξη «κάλαντα» παραπέμπει στην αρχαία ρωμαϊκή πρωτοχρονιά, που γιορταζόταν στις Καλένδες (Calendae) του Ιανουαρίου, δηλαδή στην πρωτοχρονιά. «Καλένδες» στην αρχαία Ρώμη, οι γιορτές για την αρχή κάθε μήνα, καθώς «calendae» σημαίνει νεομηνία. Ωστόσο να σημειώσουμε ότι ακόμα παλαιότερα, η ρωμαϊκή πρωτοχρονιά δεν άρχιζε Ιανουάριο (Το μήνα Ιανό δηλαδή, κατά τους Ρωμαίους) αλλά Μάρτιο. Και να λάβουμε υπόψη μας επίσης ότι στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια, οι μήνες δεν είχαν τη διάρκεια, με την οποία τους υπολογίζουμε σήμερα, αλλά αντιστοιχούσε καθένας τους με μία περίοδο περιφοράς της σελήνης γύρω από τη γη (σεληνιακοί μήνες). Έτσι σε κάθε αρχή ενός τέτοιου σεληνιακού μήνα γιόρταζαν τις λεγόμενες Καλένδες. Οι Καλένδες ονομάζονταν έτσι, κατά βάση, λόγω μιας διακήρυξης που έκανε ο «ελάσσων ποντίφηξ» (εκείνος δηλαδή που γινόταν τελευταίος μέλος του ιερατικού κολεγίου των ποντίφικων), την calatio. Ανέβαινε λοιπόν στο Καπιτώλιο, στην Curia Calabra, και ανακοίνωνε πόσες μέρες υπολείπονταν ως το πρώτο τέταρτο της σελήνης, δηλαδή ως τις λεγόμενες «νόνες» και πόσες υπολείπονταν ως την πανσέληνο (ως τις «ειδούς» δηλαδή).
Τώρα, πώς βγήκαν αυτά τα ονόματα, δηλαδή οι «νόνες», οι «ειδοί», αλλά και γιατί να ονομαστεί «calatio» αυτή η διακήρυξη και περαιτέρω «καλένδες» οι γιορτές αυτές ;

Η παράδοση λέει την εξής ιστορία:
Η Ρώμη λένε σώθηκε από 3 αδελφούς, τον Κάλανδο, τον Νόνο και τον Ειδό. Αυτοί ανέλαβαν να σιτίζουν τους κατοίκους της Ρώμης, καθένας τους για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ο Κάλανδος για διάστημα 12 ημερών (Γι’ αυτό και οι ημέρες ονομάστηκαν Καλένδες, δηλαδή το κατοπινό δωδεκαήμερο, που γιορτάζουμε σήμερα, από την ημέρα των Χριστουγέννων έως την εορτή των Φώτων), ο Νόνος για διάστημα10 ημερών (οι αντίστοιχες ημέρες είναι οι «νόνες») και ο Ειδός για διάστημα 8 ημερών (οι αντίστοιχες ημέρες είναι οι «ειδοί»).

Τα κάλαντα λοιπόν που σήμερα τραγουδάμε, έχουν αυτή τη μακρινή καταγωγή, ως προς την ετυμολογία τους τουλάχιστον. Και τούτο, για να δείξουν, μεταξύ άλλων και το πώς οι χριστιανοί, προκειμένου να εξοβελίσουν από τη ζωή τους κάθε τι που θύμιζε τον ειδωλολατρικό κόσμο, που επί πολύ μεγάλο διάστημα τους καταδίωκε και τους βασάνιζε με τον χειρότερο τρόπο, χρησιμοποιούσαν λέξεις που σχετίζονταν με τελετουργίες ειδωλολατρικών ρωμαϊκών εορτών αλλά και επέλεγαν να γιορτάζουν τις δικές τους γιορτές σε ημερομηνίες που γιορτάζονταν μεγάλες και λαμπρές ειδωλολατρικές εορτές, στα παλαιότερα χρόνια, έτσι ώστε να αισθάνονται ότι έχουν σβήσει από τη μνήμη τους κάθε τι που μπορεί να θυμίζει το «αντίθεο» γι’ αυτούς ρωμαϊκό παρελθόν, στο οποίο βασανίστηκαν και διώχθηκαν πολύ άγρια.
Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, κατά την περίοδο του Βυζαντίου, επέλεξε να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου η γέννηση του Χριστού, για να αντικαταστήσει την αρχαία γιορτή που εόρταζαν παλαιότερα οι ρωμαίοι προς τιμήν του θεού Ήλιου ή Μίθρα και αντίστοιχα τα Φώτα καθιέρωσε να γιορτάζονται στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα δηλαδή που εορταζόταν στα ρωμαϊκά χρόνια ο θεός Χρόνος.

Το έθιμο όμως αυτό καθεαυτό των καλάντων, όπως το ζούμε σήμερα, το συναντούμε σε χρόνους πολύ πριν από τη ρωμαϊκή εποχή: στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Στην αρχαία γιορτή των Ανθεστηρίων, προς τιμήν του Διονύσου, του θεού της βλάστησης, οι τότε «καλαντιστές» (ασφαλώς δεν ονομάζονταν έτσι τότε) που τριγυρνούσαν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούσαν ύμνους προς τιμήν του Διονύσου, κρατούσαν ένα χάρτινο ομοίωμα καραβιού στο χέρι, για να συμβολίσουν τον ερχομό του Διονύσου. Αυτό το «καραβάκι», θα το δούμε, όπως θα θυμούνται και οι παλιοί, σε κατοπινές εποχές, όταν στα σπίτια στόλιζαν καραβάκια, αντί για δέντρα.

Στο Βυζάντιο πάλι, οι ρωμαϊκές «καλένδες» πήραν το όνομα «Άσματα Αγερμού» και οι «καλαντιστές» - παιδιά και μεγάλοι - πήραν το όνομα «Αγύρται ή Μηναγύρται». Οι περιπλανώμενοι «αγύρτες», κρατώντας βάγια, κρόταλα ή κουδούνια, χελιδόνες αλλά και μουσικά όργανα λοιπόν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας για τη γιορτή που έρχεται (όχι μόνο τις γιορτές του Δωδεκαημέρου. Το έθιμο είχε καθιερωθεί και για άλλες γιορτές, όπως του Πάσχα, της Αποκριάς, του Σταυρού, της Παναγίας, του «Αγιόγιαννου», του «Αη Γιωργιού» κ.α.) και περιμένοντας το φίλεμα του νοικοκύρη